- σκρινιάριος
- σκρινιάριοςsecretarymasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σκρινιάριος — ὁ, ΜΑ γραμματέας. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. scriniarius «επιστάτης χαρτοφυλακίου» < scrinium (πρβλ. σκρίνιο) + κατάλ. arius (πρβλ. σιλεντι άριος)] … Dictionary of Greek
σκρινιαρίοις — σκρινιάριος secretary masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκρινιαρίου — σκρινιάριος secretary masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκρινιαρίους — σκρινιάριος secretary masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκρινιαρίων — σκρινιάριος secretary masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκρινιάριοι — σκρινιάριος secretary masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκρινιάριον — σκρινιάριος secretary masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)